
Βαρδούσια
Χώρα
Ελλάδα
Πληροφορίες
Τα Βαρδούσια (ή Κόρακας) είναι σύμπλεγμα βουνών που περιλαμβάνει το νοτιότερο άκρο της Πίνδου στη Στερεά Ελλάδα. Υψώνεται στα βορειοδυτικά της Φωκίδας, με ένα μικρό τμήμα του όρους να επεκτείνεται και στη Φθιώτιδα. Είναι το δεύτερο υψηλότερο βουνό της Ρούμελης μετά την Γκιώνα, με ύψος που φτάνει τα 2.495 μέτρα (κορυφή Κόρακας).
Ο κύριος όγκος των Βαρδουσίων υψώνεται στα εδάφη της επαρχίας Δωρίδας του Νομού Φωκίδας, ενώ μικρό τμήμα του στα βόρεια υπάγεται στο Νομό Φθιώτιδας. Τα Βαρδούσια αποτελούνται από τρία συγκροτήματα κορυφών, το βόρειο, το δυτικό και το νότιο. Το βόρειο συγκρότημα χαρακτηρίζεται από ομαλές κορφές, το δυτικό παρουσιάζει πολλές απόκρημνες και ανεξάρτητες μεταξύ τους κορυφές, ενώ το νότιο, που είναι και το υψηλότερο, σχηματίζει μία απόκρημνη και μεγάλη σε μήκος κορυφογραμμή.
Ψηλές κορυφές των Βαρδουσίων είναι ο Κοκκινιάς (2.404 μ.), η Πυραμίδα (2.348 μ.), η Μεγάλη Σούφλα (περ. 2.340 μ.), η Πλάκα (περ. 2.320 μ.), το Βουνό της Χωμήριανης ή Μεγάλη Χούνη (2.294 μ.), η Αλογόραχη (2.265 μ.), το Βουνό της Κωστάριτσας (2.216 μ.), το Κάτω Ψηλό (περ. 2.140 μ.), το Γιδοβούνι (2.065 μ.), το Σινάνι (2.055 μ.) και άλλες.
Ετυμολογία
Το αρχαίο ελληνικό όνομα των Βαρδουσίων είναι Κόραξ, ονομασία που επιβιώνει μέχρι σήμερα στον τοπικό πληθυσμό ο οποίος την χρησιμοποιεί για την υψηλότερη κορυφή του τον Κόρακα. Ο Στράβων τα ονόμαζε μέγιστον όρος εξαιτίας του ύψους του. Η ονομασία Βαρδούσια προέρχεται από την λέξη «βαρδούσι», που στα σλαβικά σημαίνει βουνό.
Χλωρίδα
Τα είδη της χλωρίδας που έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα στην περιοχή φτάνουν τα 1.200. Από αυτά περίπου 110 είναι ενδημικά της Ελλάδας και 4 είναι τοπικά ενδημικά των Βαρδουσίων, Είναι από τις ελάχιστες οροσειρές της Ελλάδας που έχουν αλπικό χαρακτήρα. Η οροσειρά ορίζεται από τους ποταμούς Μόρνο, Εύηνο και Κοκκινοπόταμο και έχει πλούσια χλωρίδα. Μεγάλο τμήμα της επιφάνειας της καλύπτεται από δάση ελάτης, βελανιδιάς και κέδρων (αρκεύθων). Από τα 1.000 μέτρα και πάνω ξεκινάνε μεγάλα ελατόδαση από κεφαληνιακή ελάτη και μακεδονικά έλατα που καλύπτουν πάνω από το 40% της συνολικής έκτασης του ορεινού όγκου. Μετά το ελατόδασος, από τα 1.700 μέτρα και πάνω, ξεκινάει η υποαλπική και αλπική βλάστηση με τα εκτεταμένα λιβάδια που διακόπτονται από τους μικρούς θάμνους, ενώ συχνή είναι η παρουσία από τα βουνοκυπάρισσα ( Juniperus foetidissima ). Τα τέσσερα τοπικά ενδημικά είδη του βουνού είναι η Achillea barbeyana , το Alyssum nebrodense subsp. tenuicaule , η Campanula columnaris και η Cephalaria glaberrima
Πανίδα
Πλούσια είναι και η ορνιθοπανίδα της περιοχής στην οποία ξεχωρίζουν τα πολλά αρπακτικά που φωλιάζουν στα κάθετα βράχια. Τα Βαρδούσια είναι ένα από τα τελευταία σημεία στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου ζούσε, μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, ο γυπαετός, αυτό το θαυμαστό αρπακτικό που πλέον ζει μόνο στην Κρήτη, ενώ και τα όριά της έχουν πλέον χαθεί. Από τα αρπακτικά εδώ ζούνε χρυσαετοί, φιδαετοί, γερακαετοί, γερακίνες, σφηκιάρηδες, πετρίτες, ξεφτέρια, σαΐνια, διπλοσάινα, βραχοκιρκίνεζα, και δεντρογέρακα. Στα αλπικά ζούνε είδη, όπως χιονάδες, χιονοψάλτες, πυρροκότσυφες, χιονοκότσυφες, τοιχοδρόμοι, κιτρινοκαλιακούς και χιονοστρούθους. Άλλα πουλιά της περιοχής είναι η πετροπέρδικα, η μπεκάτσα, η φάσσα, ο κούκος, ο χουχουριστής, ο μπούφος, η κουκουβάγια, το γιδοβύζι, η βουνοσταχτάρα, ο μαύρος δρυοκολάπτης, ο πράσινος δρυοκολάπτης κ.α